Ανάλογα με τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο κάθε ερευνητής, για να βάλει τη διάγνωση του συνδρόμου και να ορίσει τη διαταραχή, η συχνότητα του συνδρόμου διαφέρει.

Όταν οι μελέτες για τη συχνότητα του συνδρόμου βασίζονται στα κριτήρια του National Institute of Health (NIH) των ΗΠΑ, (1990), τα στοιχεία  υποδεικνύουν ότι το ποσοστό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που πάσχουν από πολυκυστικές ωοθήκες κυμαίνεται μεταξύ 6,5-8%, προσβάλλοντας 1 στις 13-15 γυναίκες.

Εναλλακτικά, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του ορισμού της European Society of Human Reproduction and Endocrinology (ESHRE) (2003), που είναι σαφώς πιο διευρυμένα, η συχνότητα του συνδρόμου φτάνει στο 26%, δηλαδή πάνω από τρεις φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με το 8%, που οι ερευνητές παρατήρησαν, όταν χρησιμοποίησαν τα κριτήρια του NIH 1990.

Η αύξηση των ανδρογόνων (ανδρικών ορμονών) και η εικόνα πολυκυστικής ωοθήκης στο υπερηχογράφημα αποτελούν τα πιο συχνά ευρήματα (περίπου 80-90% των ασθενών). Πρέπει όμως να τονιστεί ότι αν διαβάσουμε τα ποσοστά αυτά αντίστροφα, το 10-20% των ασθενών δεν θα εμφανίσουν τα συμπτώματα αυτά, παρά την ύπαρξη του συνδρόμου.

Άλλες ομάδες πληθυσμού με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης του συνδρόμου φαίνεται ότι είναι οι γυναίκες με υπογονιμότητα, οι παχύσαρκες γυναίκες και οι γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη.

Βαρύνουσα σημασία παίζει και το οικογενειακό ιστορικό, καθώς έχει βρεθεί ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης του συνδρόμου σε γυναίκες με συγγενείς πρώτου βαθμού που έχουν το σύνδρομο. Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε την επίδραση και της εθνικότητας στη συχνότητα των διαφόρων κλινικών και ορμονικών χαρακτηριστικών του συνδρόμου.